Ομιλία στη συζήτηση του προϋπολογισμού του 2022, Βουλή, 17/12/2021

Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι,

Συζητούμε σήμερα, στη Βουλή των Ελλήνων, δώδεκα ολόκληρα χρόνια από την εκδήλωση της μεγάλης οικονομικής κρίσης, τον προϋπολογισμό του 2022, τον τρίτο κατά σειρά που καταθέτει η κυβέρνηση της ΝΔ.Τα δέκα τελευταία χρόνια, ζήσαμε τρεις μεγάλες κυβερνητικές περιόδους, στις οποίες κυριάρχησαν η ΝΔ τις δύο από αυτές, και ο ΣΥΡΙΖΑ τη μια.

Αυτά τα δέκα χρόνια, απουσίασε το όραμα, η στόχευση, το σχέδιο.

Απουσίασε και η βούληση να απαλλαχθεί η χώρα μας από χρονίζουσες παθογένειες, και ειδικότερα, από τις αιτίες που μας οδήγησαν στην κρίση.

Απουσιάζει και σήμερα η πολιτική βούληση να γίνουν σοβαρές ανατροπές.

Έτσι, χάνεται η δυνατότητα και μαζί, η προοπτική να οργανώσουμε αποτελεσματικά τη μετάβαση της Ελλάδας, της Ελληνικής κοινωνίας, στην νέα εποχή.

Σε μια βιώσιμη και πράσινη επόμενη μέρα.

Ως δημοκράτες σοσιαλιστές, πιστεύουμε ότι, τρεις είναι οι βασικές προϋποθέσεις για αυτήν την μετάβαση:

Η μετάβαση, απαιτείται να είναι δημοκρατική και συμμετοχική.

Παίρνω παράδειγμα το Ταμείο Ανάκαμψης.

Ιστορική ευκαιρία με τα χρήματα που θα έχουμε από την ΕΕ, να μετασχηματίσουμε την οικονομία σε πιο ανθεκτική και πιο δυναμική.

Απουσίασε πλήρως ο διάλογος, η διαβούλευση με την τοπική και περιφερειακή αυτοδιοίκηση.

Απουσίασε πλήρως ο διάλογος με τους κοινωνικούς εταίρους, τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, τα επιμελητήρια, την κοινωνία των πολιτών, τη νέα γενιά τα πανεπιστήμια και τα ερευνητικά κέντρα.

Το δήθεν επιτελικό κράτος, είναι τελικά η συγκάλυψη μιας μακράς παράδοσης της ελληνικής δεξιάς, του συγκεντρωτισμού και του ελέγχου πόρων και εξουσίας. Με τελικό προορισμό την εξυπηρέτηση προνομιούχων ομάδων συμφερόντων και κατεστημένων.

Χαρακτηριστική και η αδιαφάνεια στις αποφάσεις σας, να αναφέρω παραδειγματικά μόνο, τον τρόπο που διαχειριστήκατε τα ΜΜΕ, τις προμήθειες και τις αναθέσεις έργων, στη διάρκεια της πανδημίας.

Συγκεντρωτισμός και αδιαφάνεια, που υπονομεύουν τη δημοκρατία, αποτελούν βασικές αιτίες της κακοδαιμονίας στη χώρα μας και των κρίσεων που πληρώνει τελικά ο Ελληνικός λαός.

Και στη συγκεκριμένη συγκυρία, της γενναίας χρηματοδότησης από την ΕΕ, η ΝΔ, αποστερεί από τη χώρα μια ιστορική ευκαιρία.

Να ανοίξει ένας εθνικός διάλογος για το που θέλουμε να πάει η Ελλάδα.Ποιο το παραγωγικό πρότυπο, σε ποια νέα προϊόντα, στη γεωργία, τη βιομηχανία μέχρι και τις υπηρεσίες, θα επενδύσουμε; Πως αξιοποιώντας την έρευνα και τα πανεπιστήμια μας, ως κινητήρια δύναμη για το μέλλον, θα αφομοιώσουμε τις νέες τεχνολογίες, τις πράσινες, τις ψηφιακές, και τις ενεργειακές; Μόνο με ένα εθνικό προσκλητήριο, όπου όλοι συμμετέχουν στη διαμόρφωση του αύριο, μπορούμε να καταφέρουμε μια επιτυχή μετάβαση.

Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι,

Ο υπό συζήτηση προϋπολογισμός, αναδεικνύει ανάγλυφα τις επιλογές της κυβέρνησης, που ουδόλως μεριμνούν για την εμπέδωση μεταρρυθμιστικού πνεύματος.

Υποστηρίζετε ότι, επενδύετε στην επιστροφή στην κανονικότητα.

Για ποια κανονικότητα μιλάτε;

Των μεγάλων ανισοτήτων που ανέδειξε η πανδημία;

Των μεγάλων ελλείψεων στο δημόσιο σύστημα υγείας;

Ενός βασικού μισθού που αναπαράγει την φτώχεια και την ανασφάλεια;

Η Παράταξή μας, πρώτη μίλησε για την ανάγκη να μεταβούμε σε μια πράσινη οικονομία.

Αναγκαία όμως, δεύτερη προϋπόθεση για μας, να είναι και κοινωνικά δίκαιη.

Τα βάρη δεν μπορούν να πέσουν στα φτωχότερα και τα μεσαία κοινωνικά στρώματα.

Αντίθετα με όσα εσείς υποστηρίζετε, ο Προϋπολογισμός αυτός, έχει ένα σαφές συντηρητικό ιδεολογικό πρόσημο.

Οι πολλοί θα βρεθούν και πάλι χαμένοι.

Η κοινωνική διάσταση της οικονομικής σας πολιτικής είναι απούσα, παρά τις υπογραφές και τις δεσμεύσεις που ανάλαβε η κυβέρνηση στη Σύνοδο Κορυφής στο Πόρτο, το Μάιο.

Ισχυρίζεται η κυβέρνηση ότι έχει τη συνταγή για την ανάκαμψη.

Φορολογικές ελαφρύνσεις, αλλαγές στο ασφαλιστικό σύστημα και την αγορά εργασίας και αποκρατικοποιήσεις.

Ούτε η διεθνής εμπειρία των φορολογικών ελαφρύνσεων για τους ισχυρούς, ούτε η αποδόμηση των εργασιακών σχέσεων, έχει ιστορικά αποδώσει τα αναμενόμενα αναπτυξιακά αποτελέσματα.

Η πανδημία ανέδειξε ένα πολύ βασικό κανόνα.

Ότι χωρίς σοβαρή αναδιανομή, χωρίς ισχυρές κοινωνικές υπηρεσίες, όπως του συστήματος υγείας και παιδείας, ούτε υγιής οικονομία υπάρχει.

Αυτό, αποτελεί και την εμπειρία πολλών σοσιαλδημοκρατικών κοινωνιών, όπως στη Σκανδιναβία.

Η ανταγωνιστικότητα μιας οικονομίας, προϋποθέτει αίσθημα σιγουριάς και δικαιοσύνης.

Αντιθέτως η νεο-φιλελεύθερη προσέγγιση, όχι μόνο απέτυχε, αλλά είχε και οδυνηρές συνέπειες πόλωσης και διχόνοιας, σε πολλές κοινωνίες που πίστεψαν στη συνταγή αυτή.

Παράδειγμα τρανταχτό, είναι οι ΗΠΑ που τώρα, επί Μπάιντεν, κάνουν στροφή στην κεϋνσιανή πολιτική.

Δεν είναι κακό βέβαια ότι, στην πράξη υποχρεώθηκε η ΝΔ, ακολουθώντας την ΕΕ, να αλλάξει οικονομικό στρατόπεδο.

Είναι όμως λάθος η στόχευση με τις δαπάνες που έκανε, οδηγώντας το χρέος στο 206% του ΑΕΠ.

Αν μη τι άλλο, η ΝΔ έχει μια διαχρονική συνέπεια στην αύξηση του δημόσιου χρέους.

Από την πλευρά των δαπανών, υπάρχει μία εμφανής τάση περιορισμού του κοινωνικού κράτους.

Αν θεωρήσουμε πως τα υπουργεία Εργασίας & Κοινωνικών Υποθέσεων, Υγείας, Παιδείας, Περιβάλλοντος & Ενέργειας, Προστασίας του Πολίτη και Κλιματικής Κρίσης & Πολιτικής Προστασίας αντανακλούν το σύνολο των κοινωνικών δαπανών, η δαπάνη μειώθηκε κατά 2,8 δις σε τιμές 2022.

Και δυστυχώς, σε τραγωδία οδηγείται η διαχείριση της κρίσης της πανδημίας από την ΝΔ.

Χάνεται επίσης η ευκαιρία, όχι μόνο να στηρίξει αλλά και να αναμορφώσει το δημόσιο σύστημα υγείας.

Επί ΝΔ, ξεχωρίζουμε αρνητικά από την υπόλοιπη Ευρώπη, καθώς από το 2020 αυξάνεται η ιδιωτική δαπάνη, από την τσέπη δηλαδή του Έλληνα εργαζομένου, για τις ανάγκες της υγείας του.

Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι,

Η υγειονομική κρίση επιβεβαίωσε την εκτίμηση ότι τελικά η κρίση του 2008 -2010 και οι συνέπειες της, δεν μας βοήθησαν πολύ ώστε να διδαχθούμε από εκείνη την τραγική εμπειρία, να συνετιστούμε και να αλλάξουμε ριζικά πορεία.

Μέσα σε μια δεκαετία η Ελλάδα – όπως και οι υπόλοιπες χώρες της ΕΕ – βρέθηκε αντιμέτωπη με εισαγόμενες αλλά και εγχώριες κρίσεις.

Αν κάνουμε τον λογαριασμό όμως, δηλαδή συγκριθούμε με κρίσεις που βίωσαν μαζί μας και αλλά χώρες, φαίνεται καθαρά ότι πληρώνουμε βαρύτερο τίμημα από τους άλλους.

Και σε όρους χαμένου ΑΕΠ, και σε κοινωνικό τίμημα, δηλαδή σε όρους χαμένων θέσεων εργασίας και αύξησης ανισοτήτων.

Πρέπει επίσης, να μας προβληματίσει το γεγονός ότι, το 2020 πληρώσαμε το δεύτερο βαρύτερο τίμημα στην ΕΕ – σε όρους ύφεσης.

Και αυτό παρά το γεγονός ότι, σε αυτήν την κρίση – σε αντίθεση με αυτήν του 2009, είχαμε την απόλυτη στήριξη της ΕΚΤ και της ΕΕ, καθώς ανέστειλε τους δημοσιονομικούς κανόνες.

Η ΕΚΤ, μας βοήθησε αγοράζοντας το σύνολο των ομολόγων που εξέδωσε η χώρα.

Το κόστος δανεισμού έπεσε στα χαμηλότερα ιστορικά επίπεδα, παρά το γεγονός ότι τα ελληνικά ομόλογα δεν διαθέτουν την επενδυτική βαθμίδα.

Μας δόθηκε η δυνατότητα και ξοδέψαμε τα περισσότερα από οποιαδήποτε άλλη χώρα στην ΕΕ, για να αντιμετωπιστούν οι συνέπειες της κρίσης.

Αυτά είναι τα στοιχεία που δίνει ο ESM.

Το αποτέλεσμα όμως αυτής της δημοσιονομικής παρέμβασης, υπολείπεται της αντίστοιχης άλλων χωρών. Άλλες χώρες που ξόδεψαν λιγότερα από ό,τιη Ελλάδα, έχουν καλύτερα ή τα ίδια αποτελέσματα.

Που οφείλεται αυτό;

Πρώτα – πρώτα, στην κακή στόχευση.

Εγκρίθηκαν παρεμβάσεις, όχι πάντοτε με κριτήριο την αποτελεσματικότητα και το πολλαπλασιαστικό τους αποτέλεσμα για την οικονομία, αλλά με κριτήριο την ικανοποίηση της εκλογικής πελατείας.

Θα βοηθούσε πολύ αν απολογιστικά μαθαίναμε ποιοι έλαβαν στήριξη και πως την αξιοποίησαν.

Το δεύτερο πρόβλημα, σχετίζεται με το έλλειμμα σε προοδευτικές μεταρρυθμίσεις κατά την τελευταία δεκαετία.

Μεταρρυθμίσεις με θετικό πρόσημο για τους πολίτες, που θα επιτάχυναν τον μετασχηματισμό της οικονομίας, ώστε να γίνει πιο εξωστρεφής και πιο ανθεκτική στις κρίσεις.

Η ανάκαμψη, για την οποία μιλάτε, για να είναι διατηρήσιμη, πρέπει να υπηρετεί τη μετάβαση σε μία πράσινη οικονομία.

Απαιτεί ένα σύγχρονο δημοκρατικό κράτος που θα απελευθερώνει τις παραγωγικές δυνάμεις από τη μια, δηλαδή από την υπερβολική συγκεντρωτική γραφειοκρατία, την πολυνομία, τη δαιδαλώδη απόδοση δικαιοσύνης, αλλά και θα στηρίζει ουσιαστικά – από τον αγρότη μέχρι και την μικρή και νεοφυή επιχείρηση – βοηθώντας τους στην απορρόφηση νέων τεχνολογιών πάντα με τη στήριξη της έρευνας και της εκπαίδευσης, και με στόχο την πράσινη μετάβαση.