ΣΗΜΕΙΑ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗΣ
ΓΙΩΡΓΟΥ Α. ΠΑΠΑΝΔΡΕΟΥ
ΣΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ ΤΗΣ ΟΛΓΑΣ ΜΠΑΚΟΜΑΡΟY
«Οικογένειες Παπανδρέου – Μητσοτάκη»
Πρώτα από όλα, θα ήθελα να συγχαρώ την Όλγα Μπακομάρου,
όχι μόνο για το βιβλίο αυτό που αποτελεί αφορμή για τη σημερινή μας συζήτηση,
αλλά για τη συνολική προσφορά της στο χώρο της δημοσιογραφίας.
Εκπροσωπεί με τον καλύτερο τρόπο την ποιοτική δημοσιογραφία, που απαιτεί ταλέντο στο γράψιμο,
μεράκι και αυστηρή τήρηση των κανόνων δεοντολογίας.
Χαρακτηριστικά, που λόγω και της συνολικότερης κρίσης του Τύπου, δεν τα βρίσκουμε συχνά στις μέρες μας.
Οι συνεντεύξεις, και μπορώ να το πω γιατί έχω δώσει πολλές στη ζωή μου,
απαιτούν μια ειδική ικανότητα,
ώστε μέσω των κατάλληλων ερωτήσεων,
αλλά και μιας απαραίτητης σχέσης εμπιστοσύνης μεταξύ αυτού που παίρνει τη συνέντευξη και του συνεντευξιαζόμενου,
να αναδειχθεί με τον καλύτερο τρόπο η προσωπικότητα ενός ατόμου σε μια συγκεκριμένη εποχή ή συγκυρία.
Διαβάζοντας τις συνεντεύξεις που συνθέτουν το βιβλίο «Οικογένειες Παπανδρέου – Μητσοτάκη»,
έκανα ένα ταξίδι στο χρόνο,
θυμήθηκα δύσκολες περιόδους της πρόσφατης Ελληνικής Ιστορίας, στιγμές μεγάλων αντιπαραθέσεων και εντάσεων.
Σκέφτηκα, πόσα έχουν αλλάξει απο τότε…
Και τελικά, πόσα δεν έχουν αλλάξει ακόμα.
Οικογένειες… Πολλές φορές, με έχουν ρωτήσει στην Ελλάδα και στο εξωτερικό, πως αισθάνομαι ως γόνος μιας πολιτικής οικογένειας.
Ως εγγονός του Γεωργίου Παπανδρέου και γιος του Ανδρέα.
Απαντάω συχνά, με μια φράση που θα βρείτε σε μια συνέντευξη μου του 1996, που συμπεριλαμβάνεται στο βιβλίο,
ότι χωρίς τη Χούντα τρίτη γενιά των Παπανδρέου ίσως να μην υπήρχε στην πολιτική ζωή του τόπου σήμερα.
Η καθοριστική εμπειρία της Χούντας σε νεαρή ηλικία,
είναι κάτι που έχουμε κοινό με την Ντόρα Μπακογιάννη,
που δεν μπόρεσε να είναι μαζί μας σήμερα.
Είμαι βέβαιος ότι θα έχει ενδιαφέροντα πράγματα να πει για αυτήν την περίοδο.
Έτυχε με την Ντόρα και γνωριζόμαστε από μικρά παιδιά.
Τότε, στον ίδιο πολιτικό χώρο, κάτω από την σκέπη της Ένωσης Κέντρου, εμείς μικροί τότε, στις συναντήσεις που γίνονταν μας άφηναν στον κήπο στο Καστρί.
Σήμερα, σε διαφορετικούς πολιτικούς χώρους, κουβαλώντας ο καθένας μας την ιστορία του, χαίρομαι για το γεγονός ότι συνεργαζόμαστε στο πλαίσιο της συμμετοχής μας στο Συμβούλιο της Ευρώπης.
Η Ντόρα είναι επικεφαλής της Ελληνικής Κοινοβουλευτικής Αντιπροσωπείας και μπορώ να πω ότι έχουμε εξαιρετική συνεργασία.
Πάντα, όπως λέει και η ίδια σε μια δικιά της συνέντευξη στο βιβλίο, μαχόμενη πολιτικός.
Και είμαι σίγουρος, πολιτικός που κατανοεί την ανάγκη μιας ουσιαστικής διακομματικής συνεργασίας στα εθνικά μας θέματα.
Όσο για μένα,
οι ανένδοτοι αγώνες,
η σύλληψη του πατέρα μου,
η ζωή που ζήσαμε ως εξόριστοι στη Σουηδία,
η κηδεία του παππού μου, η πρώτη δηλαδή μεγάλη διαδήλωση κατά της δικτατορίας,
οι αμέτρητες συζητήσεις με τους αγωνιστές της αντίστασης,
τα κινήματα των Αφροαμερικανών,
των γυναικών,
των αντιπολεμικών διαδηλώσεων της εποχής,
όχι μόνο με ωρίμασαν απότομα,
αλλά έκαναν επιτακτική την ανάγκη της συμμετοχής στα κοινά.
Ήταν μια εποχή άνθισης των κινημάτων,
για δημοκρατία,
για ειρήνη,
για ελευθερία,
και ήταν αδιανόητο να είναι κανείς αδιάφορος απέναντι σε ό,τι συμβαίνει γύρω του.
Όλες αυτές οι εμπειρίες,
με οδήγησαν να επιλέξω συνειδητά την πολιτική δράση,
έχοντας παράλληλα συναίσθηση και του βάρους της ευθύνης μιας οικογενειακής παράδοσης,
που ταυτίζεται με αγώνες για ιδέες και αξίες.
Πάντα με την επίγνωση ότι,
ο παππούς μου, ο πατέρας μου και εγώ,
είμαστε τρεις διαφορετικές προσωπικότητες,
που ανήκουν σε διαφορετικές γενιές και εποχές,
και κλήθηκαν να αντιμετωπίσουν διαφορετικές προκλήσεις.
Είναι γεγονός ότι, όταν ανήκεις σε μια πολιτική οικογένεια, έχεις ένα πλεονέκτημα στην αφετηρία, αλλά αντίθετα από την καθιερωμένη αντίληψη, έχεις να αντιμετωπίσεις και πολλές δυσκολίες.
Πόσες φορές στη σταδιοδρομία μου, δεν άκουσα: γιατί δεν κάνεις αυτό ή εκείνο όπως ο Ανδρέας;
Η απάντηση μου ήταν ότι,
στην πολιτική πάντα πρέπει να είναι κανείς ειλικρινής με τον εαυτό του.
Πιστός στις κοινές αξίες, αλλά και υπεύθυνος για τη δική του διακριτή πολιτική στάση και πρακτική.
Νομίζω το ίδιο έκανε και ο πατέρας μου, σε σχέση με τον παππού μου.
Επειδή έζησα από κοντά όλες τις όψεις της εξουσίας,
για μένα αγώνας στην πολιτική είναι,
να μην σε δελεάσει και απορροφήσει η εξουσία,
ώστε να μπορέσεις να υπηρετήσεις κάτι ανώτερο της εξουσίας.
Εκείνες τις αρχές, τις αξίες, τα οράματα, που υπηρετούν το κοινό καλό.
Και οι Παπανδρέου, δεν παραδόθηκαν στις σειρήνες της εξουσίας, συγκρούστηκαν, παρά το όποιο κόστος.
Και προασπιζόμενοι τη Δημοκρατία και αντιπαλεύοντας τις χρόνιες παθογένειες του πολιτικοοικονομικού μας συστήματος.
Διαβάζοντας μάλιστα το βιβλίο, θυμήθηκα μια φράση που έλεγε συχνά ο πατέρας μου:
«Η πολιτική είναι περιεχόμενο ζωής. Είναι λειτούργημα και όχι επάγγελμα».
Όπως φαίνεται και στις συνεντεύξεις αυτές, ο Ανδρέας είχε απόλυτη συναίσθηση των ιστορικών παθογενειών της ελληνικής πολιτικής ζωής.
Λέει σε κάποιο σημείο: «Τα πολιτικά κόμματα στην Ελλάδα ήταν ουσιαστικά, φέουδα διαφόρων κομματαρχών.
Ακόμα και οι διαφορές μεταξύ τους, ήταν περισσότερο προσωπικές παρά ιδεολογικές. Το κυνήγι του σταυρού, που οδηγούσε σε συγκρούσεις όχι μόνο αντιπάλους αλλά και συνυποψήφιους, έριχνε το επίπεδο της εκλογικής πάλης πολύ χαμηλά».
Θυμάμαι, τον πατέρα μου, τον Ανδρέα, που έλεγε ότι, ο παππούς μου, ο Γεώργιος, ήταν ένας «βελούδινος» πολιτικός, αλλά ήταν αναγκασμένος να σπαταλά πολύτιμο χρόνο για να διευθετεί τις αντιπαραθέσεις μεταξύ των πολλών παραγόντων του κόμματός του.
Δεν είναι τυχαία η απόφαση του να ιδρύσει το 1974 ένα νέο κόμμα, το ΠΑΣΟΚ. Γνώριζε την ταλαιπωρία του πατέρα του, στην Ένωση Κέντρου, που όσο προοδευτικό κόμμα και αν ήταν, αποτελούσε και ένα συνάθροισμα παραγόντων με φυγόκεντρες τάσεις και υπερβολικά μεγάλες φιλοδοξίες.
Αυτά τα χαρακτηριστικά, ήταν μέρος ενός πελατειακού συστήματος που υπήρχε ιστορικά από την ίδρυση του Ελληνικού κράτους και μέχρι σήμερα καταδυναστεύει τη χώρα.
Είναι πραγματικά κρίμα,
που δεν έχουμε μπορέσει να δημιουργήσουμε την αναγκαία πολιτική συναίνεση, για να απαλλάξουμε την Ελλάδα από αυτό το καρκίνωμα, που εμποδίζει όλες τις κυβερνήσεις να πάνε μπροστά, και βέβαια, την ίδια την χώρα.
Και το σημαντικότερο, αποτελεί την αιτία πολλών κρίσεων, όπως και αυτής που κλήθηκα να διαχειριστώ το 2009.
Η αντίληψη αυτή, τροφοδοτήθηκε, αλλά και τροφοδοτούσε, τις εξωτερικές μας σχέσεις.
Σχέσεις εξάρτησης.
Μια αντίληψη μιας άρχουσας ελίτ,
σύμφωνα με την οποία, εξωτερική πολιτική είναι το να κάνεις έξυπνη επιλογή του ισχυρού προστάτη, και όχι μια πολυμερή εξωτερική πολιτική, που θα υπηρετεί καλύτερα τους δικούς μας εθνικούς και κοινωνικούς στόχους, τα δικά μας προτάγματα και τις αρχές.
Η απελευθέρωση μας από παρόμοιες αντιλήψεις αποτελεί ακόμα πολιτικό και πολιτιστικό διακύβευμα.
Βέβαια, κάποιοι βολεύονται από τέτοια φαινόμενα, για να κατακτούν, να διατηρούν και να νέμονται την εξουσία, όταν κάποιοι άλλοι παλεύουν με τα θηρία, προκειμένου να κάνουν ριζικές αλλαγές, δημοκρατικές προοδευτικές μεταρρυθμίσεις.
Κακά τα ψέμματα, αν δεν κατανοήσουμε όλοι ότι, χωρίς τις απαραίτητες μεταρρυθμίσεις δεν θα μπορέσουμε να αντιμετωπίσουμε αποτελεσματικά τις σημερινές, αλλά και τις μελλοντικές προκλήσεις, θα βρίσκουμε συνέχεια μπροστά μας την ιστορία του Σίσυφου.
Και το εκλογικό σύστημα, είναι ασφαλώς κομβικό ζήτημα αν θέλουμε να αναβαθμίσουμε την ποιότητα της δημοκρατίας.
Είχαμε μάλιστα εισηγηθεί παλαιότερα,
προτάσεις για ένα σύστημα πιο κοντά στο γερμανικό, αλλά μόνο με ευρύτερη συναίνεση θα λύσουμε αυτό το ζήτημα.
Το θέμα της λειτουργίας του πολιτικού συστήματος, σε συνδυασμό με τις συγκεκριμένες ιστορικές και κοινωνικές παραμέτρους, με απασχολούσε πάντα.
Ακούμε πολλά τα τελευταία χρόνια, για το λαϊκισμό που και λόγω των αλλεπάλληλων κρίσεων, φούντωσε σε όλη την Ευρώπη – και όχι μόνο, όπως είδαμε και στις ΗΠΑ.
Με εκφράζει ακόμα, μια απάντηση που έδωσα πριν από χρόνια στην Όλγα Μπακομάρου :
«Ο λαϊκισμός είναι για μένα η αντιμετώπιση του πολίτη μέσα από το συναίσθημα του και όχι μέσα από την κριτική σκέψη, με συνέπεια τον φανατισμό και την πόλωση στην πολιτική.
Πιστεύω ότι πρέπει να γίνει προσπάθεια από όλους, προς όφελος του διαλόγου, που είναι πολύ πιο αποτελεσματικός για την αντιμετώπιση των πραγματικών προβλημάτων της χώρας».
Ίσως θα πρόσθετα,
έχοντας την εμπειρία διαχείρισης της οικονομικής κρίσης,
ότι ο λαϊκισμός είναι και η εκμετάλλευση του πόνου του λαού με στόχο το κυνήγι της εξουσίας,
αντί της θεραπείας των κοινωνικών προβλημάτων προς όφελος του λαού.
Σταθερά πορεύτηκα και πορεύομαι με αυτή την αντίληψη.
Δεν είναι βέβαια καθόλου καινούργια αυτή η αντιπαράθεση.
Από τους αρχαίους χρόνους,
οι μνημειώδεις συζητήσεις που μας περιγράφει ο Πλάτωνας,
μεταξύ Σωκράτη και Γοργία – και άλλων πολλών,
ανέδειξαν τα πολιτικά διλήμματα για το αν η ρητορική θα υπηρετεί την δημαγωγία ή την αλήθεια, την πειθώ ως απλή τεχνική ή την πειθώ που θα υπηρετεί την ηθική και το δίκιο.
Επίκαιρα όσο ποτέ διλήμματα, σε μια εποχή όπου συζητούμε αν η σύγχρονη «αγορά» – το διαδίκτυο – παράγει αλήθειες ή fakenews.
Σαφώς, συνεπώς, και ο τρόπος που λειτουργούν τα κόμματα, είναι σημαντικό ζήτημα που αφορά τη λειτουργία της δημοκρατία.
Γιατί ο πολίτης, καλείται να συμμετάσχει έχοντας την καλύτερη δυνατή γνώση των προς αντιμετώπιση ζητημάτων και των παραμέτρων τους.
Και το βιβλίο σας, κα Μπακομάρου, μπορεί να δώσει το έναυσμα για ενδιαφέρουσες συζητήσεις και για αυτό το θέμα.
Η πόλωση που επικρατεί στην πολιτική ζωή της χώρας, είναι αλήθεια, δεν ευνοεί έναν γόνιμο και ουσιαστικό ρόλο για την ιστορία των πολιτικών ρευμάτων και των κομματικών σχηματισμών.
Υπάρχει συχνά σύγχυση, γύρω από τις έννοιες της προόδου και της συντήρησης.
Οι αναλύσεις συχνά, εστιάζονται στα πρόσωπα,
υποβαθμίζοντας τον ευρύτερο διεθνή, ευρωπαϊκό, εθνικό ή και θεσμικό περίγυρο.
Όταν η κριτική αντιμετωπίζεται ως αντίδραση σε σε κάποιον, εμποδίζει τη δημόσια συζήτηση να πηγαίνει σε βάθος, δηλαδή στην ανάδειξη των βαθύτερων συστημικών προβλημάτων, που καλλιεργούν και επιβραβεύουν βλαπτικές για το κοινό καλό πρακτικές.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα, η συζήτηση περί διαφθοράς, που αν δεν προχωρά σε βάθος και απλώς εστιάζεται στα πρόσωπα που διαπράττουν το έγκλημα, αφήνει ανέγγιχτο το ίδιο το σύστημα που το δημιουργεί.
Πιστεύω ότι, και η δεξιά και η παραδοσιακή αριστερά υπέπεσε σε αυτό το αμάρτημα.
Τα φαινόμενα αυτά, βάζουν εμπόδια στον εκσυγχρονισμό των κομμάτων, και τη δημιουργία μιας σχέσης ουσιαστικού διαλόγου με την κοινωνία.
Αποτέλεσμα είναι να συναντούμε πολλές φορές μια στείρα αντιπαράθεση μεταξύ ελιτισμού και λαϊκισμού, με τον πολίτη αμέτοχο.
Για αυτό και προσπάθησα στο πλαίσιο του ΠΑΣΟΚ, να προωθήσω πρωτοβουλίες,
όπως η επιμόρφωση, οι ανοιχτές πλουραλιστικές συζητήσεις ακόμα και για θέματα ταμπού, τα δίκτυα εθελοντών, η εξοικείωση με τις δυνατότητες που προσφέρουν οι νέες τεχνολογίες για οριζόντιο διάλογο και συμμετοχή.
Ο συμμέτοχος και καλά ενημερωμένος πολίτης,
θα πρέπει να είναι ο «στόχος» των κομμάτων,
τουλάχιστον όσων θέλουν να λέγονται προοδευτικά.
Σημειώνω μια φράση από μια πολύ ενδιαφέρουσα συνέντευξη του πατέρα μου, που περιλαμβάνεται στην έκδοση αυτή:
«Όταν ήρθα στην Ελλάδα, μετά τη Μεταπολίτευση και διαμόρφωσα το ΠΑΣΟΚ, σαφής στόχος ήταν να φτιάξουμε από την πρώτη στιγμή ένα κόμμα με δημοκρατικές διαδικασίες.
Και το κάναμε, στο μέτρο του δυνατού.
Προχωρήσαμε μάλιστα τόσο γρήγορα, ώστε να υπονομεύσουμε αυτές τις διαδικασίες, οι οποίες για να αποδώσουν, θα πρέπει πρώτα να υπάρχει μια κοινή συνείδηση τι είναι το κόμμα, ποιες οι ιδεολογικές του αρχές, ποια η ταυτότητα του».
Σήμερα, μετά από τόσα χρόνια και παρά τις τολμηρές προσπάθειες που έγιναν, αυτή η μετάβαση από το πελατειακό – το κυνήγι της εξουσίας, στο ιδεολογικό, τη στόχευση σε πολιτικές που αντιμετωπίζουν τα μεγάλα κοινωνικά προβλήματα, σε μεγάλο βαθμό παραμένει ζητούμενο.
Και είναι κρίμα, γιατί με την επικέντρωση στις εκλογικές μάχες, χάνεται ο παιδευτικός ρόλος που θα μπορούσαν να έχουν τα κόμματα στην κατεύθυνση της εμβάθυνσης της δημοκρατίας.
Είναι στόχος, ο παιδευτικός ρόλος της πολιτικής, που θα συνεχίζω και σήμερα να υπηρετώ.
Το πολιτικό κλίμα που αποτυπώνεται σε αρκετά σημεία του βιβλίου, δείχνει πόσο δρόμο έχουμε να διανύσουμε.
Και δεν αρκεί να επαναλαμβάνουμε τα κακώς κείμενα, οφείλουμε να αλλάξουμε,
αν θέλουμε να αποφύγουμε τις δυστοπικές απειλές, αλλά και να αδράξουμε τις ευκαιρίες ενός κόσμου που έρχεται.
Παίρνω ένα παράδειγμα: Από το 1989, όπως φαίνεται σε μια συνέντευξη μου, τόνιζα ότι η οικολογία θα έπρεπε να είναι κομμάτι του προγράμματος όλων των κομμάτων.
Είναι ένα ζήτημα που όλοι σήμερα παραδέχονται ότι, είναι κρισιμότατο, αλλά δεν κουβεντιάζουμε ουσιαστικά για το τι σημαίνουν στην πράξη οι διαφορετικές προσεγγίσεις αναφορικά με την πράσινη ανάπτυξη.
Προφανώς γιατί οι αλλαγές θα πρέπει να είναι ριζοσπαστικές. Και αυτό απειλεί και συμφέροντα αλλά και εύκολες δημοτικότητες κάποιων κομμάτων.
Δύο ακόμα παραδείγματα, που αφορούν δύο εντελώς διαφορετικές περιόδους:
Το πρώτο. Μου έκανε εντύπωση ότι,
σε ένα δημοφιλές ιστορικό βιβλίο που συζητείται πολύ το τελευταίο διάστημα,
σε κεφάλαιο για το ΠΑΣΟΚ,
η αλλαγή του οικογενειακού δικαίου και οι πολιτικές για την ισότητα περιορίστηκαν σε δυο γραμμές!
Πετύχαμε τότε να έχουμε μια πρωτοπόρα νομοθεσία, με εύσημα ακόμα και από τον ΟΗΕ.
Σήμερα δυστυχώς η γυάλινη οροφή, τα στερεότυπα, η έμφυλη βία, μας οδηγούν σε βήματα πίσω.
Και δυστυχώς, είναι πάντα επίκαιρη η φράση του Ανδρέα από συνέντευξη του ´81: «Με ενοχλεί που οι διακρίσεις σε βάρος των γυναικών εξακολουθούν να υφίστανται και στην εποχή μας, με συνέπεια γυναίκες οι οποίες δραστηριοποιούνται και προσφέρουν όσο και οι άντρες, να περιορίζονται σε έναν συμπληρωματικό, δευτερεύοντα ρόλο στη δημόσια, κοινωνική και πολιτιστική ζωή του τόπου».
Το δεύτερο. Είδα πρόσφατα σε μια μεγάλη εφημερίδα, έναν πίνακα για την εξέλιξη του χρέους, και με έκπληξη μεγάλη «πληροφορήθηκα» ότι, το μεγάλο κούρεμα του χρέους που πετύχαμε τον Οκτώβρη του 2011, στη Σύνοδο των Βρυξελλών, πιστώνεται στην επόμενη κυβέρνηση!
Τα αναφέρω αυτά γιατί είναι πολύ εύκολο – και το έχω βιώσει, το έχει βιώσει το ΠΑΣΟΚ – να απαξιώνουμε ή να χρεώνουμε ευθύνες που δεν αναλογούν στον πολιτικό μας αντίπαλο, αποκρύπτοντας αλήθειες.
Το αποτέλεσμα; Να ξεχνάμε σημαντικά κοινωνικά ζητήματα, να αποφεύγουμε την ουσιαστική συζήτηση για αίτια κρίσεων, και για τις πραγματικές ανάγκες και προκλήσεις κάθε ιστορικής περιόδου.
Θεωρώ ότι, όλα αυτά δίνουν τροφή για σκέψη,
ελπίζω και για πολλές συζητήσεις.
Και αν είναι να κρατήσω από το βιβλίο μια φράση που συμπυκνώνει την παράδοση που μου δίνει έμπνευση και δύναμη, αυτή είναι:
«Οραματίζομαι, μια Ελλάδα ανεξάρτητη, που θα καθορίζει η ίδια την πορεία της.
Και ταυτόχρονα, μια Ελλάδα όπου οι θεσμοί, η οικονομία, τα πάντα, θα υπηρετούν ανθρώπινες αξίες».
Με αυτές τις σκέψεις, ελπίζω και εύχομαι,
να καταστεί σύντομα κοινή πεποίθηση,
ότι αποτελεί πλέον υπαρξιακό ζήτημα,
και η αλήθεια να πρυτανεύει στην πολιτική μας ζωή, και η συζήτηση για τον σχεδιασμό μιας βιώσιμης πορείας προς το μέλλον, να πάψει να αποτελεί είδος εν ανεπαρκεία για τον δημόσιο διάλογο. – Γιώργος Α. Παπανδρέου